εραλδικός

εραλδικός
η , ό[ν] геральдический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εραλδικός" в других словарях:

  • εραλδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οικόσημα ή στα εμβλήματα (α. «εραλδική παράσταση» β. «εραλδικό σχήμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η εραλδική η ειδικότητα στη μελέτη οικοσήμων και εμβλημάτων, οικοσημολογία, εμβληματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»